- χρωτίζω
- χρωτίζωcolourpres subj act 1st sgχρωτίζωcolourpres ind act 1st sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
χρωτίζω — ΜΑ [χρώς, χρωτός] μσν. μέσ. χρωτίζομαι μτφ. αναμιγνύομαι, επηρεάζομαι («ἀγαθὸς οὐκ ἂν οὐδὲ ἄνθρωπος ἐθέλοι φαυλότητι πραγμάτων χρωτίζεσθαι», Ευστ.) αρχ. 1. προσδίδω χρώμα, χρωματίζω («τὸν οἶνον ἀλόαις χρωτίζοντες», Πλούτ.) 2. φρ. «χρωτίζομαι τὴν… … Dictionary of Greek
κεχρωτισμένον — χρωτίζω colour perf part mp masc acc sg χρωτίζω colour perf part mp neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χρωτιζομένη — χρωτίζω colour pres part mp fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χρωτισθείς — χρωτίζω colour aor part pass masc nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χρωτισθέντες — χρωτίζω colour aor part pass masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χρωτισθήσομαι — χρωτίζω colour fut ind pass 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χρωτίζειν — χρωτίζω colour pres inf act (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χρωτίζεσθαι — χρωτίζω colour pres inf mp … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χρωτίζεται — χρωτίζω colour pres ind mp 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χρωτίζοντες — χρωτίζω colour pres part act masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)